Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Φόβος και Οργή
κατά τον Αριστοτέλη

Πηγή : Τρέλα είναι απλα μια άλλη μορφη συνείδησης
Ό φόβος

Ό φόβος λοιπόν είναι κάποια λύπη ή ταραχή πού προκαλεΐται άπό την αίσθηση κάποιου κακοϋ πού έπαπειλεΐται, ένός κακοϋ πού μπορεΐ νά μάς καταστρέψη ή νά μάς λύπηση. Γιατί οί άνθρωποι δεν φοβούνται δλα τά κακά, δπως π.χ. αν θά γίνουμε άδικοι ή βραδείς στη σκέψη, αλλά δσα μπορούν νά μάς φέρουν μεγάλη λύπη ή καταστροφή, καί μάλιστα δταν αυτά δεν βρίσκωνται μακριά, αλλά φαίνονται πολύ κοντά, δτι έπίκεινται. Γιατί τά πολύ μακρινά δεν τά φοβούνται. Γιατί δλοι γνωρίζουν δτι θά πεθάνουν, αλλά πιστεύουν δτι ό θάνατος δέν είναι κοντά, γι’ αυτό δεν τούς νοιάζει.

Άν λοιπόν αυτός είναι ό φόβος, κατ’ ανάγκη φοβερά είναι δλα αυτά πού φαίνονται πώς έχουν μεγάλη δύναμη νά μάς καταστρέψουν ή νά μάς προξενήσουν βλάβες πού θά έχουν ώς αποτέλεσμα μεγάλη λύπη. Γι’ αυτό καί οί ενδείξεις αυτών τών δυστυχημάτων προξενούν φόβο. Γιατί φαίνεται κοντά αυτό πού φοβούμαστε. Πατί αυτό ακριβώς είναι ό κίνδυνος, ό πλησιασμός του φοβερού. Καί τέτοιες ενδείξεις είναι ή εχθρα
καί ή οργή ανθρώπων πού έχουν τή δύναμη νά κάνουν κάποιο κακό. Γιατί είναι φανερό δτι θέλουν νά τό κάνουν, ώστε βρίσκονται κοντά στο νά τό κάνουν. Τέτοια ενδειξις είναι καί ή αδικία πού εχει δύναμι, γιατί ό άδικος είναι άδικος γιατί προκρίνει τήν αδικία. Ένδειξις είναι καί ή αρετή πού τήν έχουν προσβάλει, δταν άποκτά δύναμι. Γιατί είναι φανερό δτι εχει τήν προαίρεσι πάντοτε νά κάνη κακό, δταν προσβάλλεται, άλλά μόνο τώρα εχει τή δύναμι νά τό πράξει. ’Ένδειξις είναι καί ό φόβος αυτών πού μπορούν νά κάνουν κάτι. Γιατί κι αυτός κατ’ ανάγκη είναι έτοιμος νά μάς βλάψη. Επειδή οί πολλοί είναι κακοί καί επιδιώκουν τό κέρδος καί είναι δειλοί στούς κινδύνους, είναι φοβερό νά κρέμεσαι άπό τήν εξουσία τού άλλου, ώστε ένας πού έχει διαπράξει έγκλημα, έχει λόγους νά φοβάται τούς συνενόχους του μήπως τον καταγγείλουν ή τόν εγκαταλείπουν.

Καί δσοι έχουν τή δύναμη νά αδικούν έμπνέουν τό φόβο σέ αυτούς πού μπορούν νά αδικούνται χωρίς έκδίκησι. Γιατί οι άνθρωποι ως έπί τό πλεΐστον αδικούν, δταν μπορούν. ’Επίφοβοι είναι καί όσοι έχουν άδικηθη ή νομίζουν ότι αδικούνται. Γιατί πάντα παραφυλάνε την ευκαιρία. Φοβεροί είναι κι αυτοί πού έχουν άδικήσει, άν έχουν δύναμι, γιατί φοβούνται μήπως πάθουν τά ϊδια, δεδομένου ότι αυτό, όπως είπαμε, προκαλεϊ φόβο. Κι όσοι διεκδικούν τό ϊδιο πράγμα καί δεν είναι δυνατό ταυτόχρονα νά τό έχουν καί οί δυό. Γιατί αυτοί οί άνθρωποι βρίσκονται σέ διαρκή πόλεμο μεταξύ τους. Καί όσοι είναι επίφοβοι στούς ισχυρότερους από μάς, είναι καί σέ μάς επίφοβοι. Γιατί μπορούν περισσότερο νά βλάψουν εμάς, αφού μπορούν νά βλάψουν τούς ισχυρότερους. Φοβεροί είναι κι αυτοί τούς οποίους φοβούνται οί ισχυρότεροι μας, κι αυτό γιά τόν ϊδιο λόγο. Κι όσοι έχουν σκοτώσει τούς ίσχυροτέρους μας. Κι όσοι επιτίθενται εναντίον των άσθενεστέρων τους. Γιατί αυτοί ή είναι ήδη επίφοβοι ή θά γίνουν όταν αύξηθή ή δύναμίς τους.

Καί από εκείνους πού έχουν άδικηθή, εί'τε εχθροί είναι ει'τε άντίπαλοι,επίφοβοι δέν είναι οί οξύθυμοι καί οί ελευθερόστομοι, αλλά οί πράοι κάί οί εϊρωνες καί οί πανούργοι. Γιατί είναι αβέβαιο άν θά έκδηλωθή σύντομα ή έκδίκησίς τους, ωστε ποτέ δέν γνωρίζει κανείς άν βρίσκεται μακριά άπό αυτήν.

KL όλα τά φοβερά είναι φοβερώτερα, άν τά σφάλματά μας δέν είναι δυνατό νά τά έπανορθώσουμε, άλλά ή είναι εντελώς αδύνατο αυτό τό πράγμα ή δέν είναι στο χέρι μας, άλλά στο χέρι των αντιπάλων μας. Επίσης καί έκεΐνα πού δέν μπορεΐ κανείς νά βοηθήση ή δέν είναι εύκολο νά τά βοηθήση. Καί γενικά, φοβερά είναι όσα γίνονται εις βάρος των άλλων ή μέλλουν νά συμβούν καί προκαλούν τον οίκτο. Τά φοβερά λοιπόν πράγματα καί δσα γενικά φοβούνται οί άνθρωποι, σχεδόν αυτά είναι τά πιο σπουδαία.

Τώρα θά αναπτύξουμε σέ ποιά κατάσταση βρίσκονται οί άνθρωποι καί φοβούνται.

"Αν λοιπόν ό φόβος προκύπτη από την προσδοκία δτι θά πάθουμε κάποια συμφορά, είναι φανερό δτι κανείς από έκείνους πού νομίζουν δτι δέν πρόκειται νά πάθουν κανένα κακό, δεν φοβάται. Καί δέν φοβάται ούτε αυτά πού δέν νομίζουν δτι δέν πρόκειται νά πάθουν, ούτε έκείνους από τούς οποίους δέν νομίζουν δτι θά πάθουν, ούτε τότε φοβούνται, δταν δέν νομίζουν δτι πρόκειται νά πάθουν τίποτε. Συνάγεται λοιπόν δτι κατ’ ανάγκη φοβούνται έκεΐνοι πού νομίζουν δτι κάτι θά πάθουν, καί τά πρόσωπα από τά όποια φοβούνται δτι θά τό πάθουν, καί αυτά πού θά πάθουν, καί τό χρόνο πού θά τό πάθουν. Καί δέν πιστεύουν δτι θά πάθουν τίποτε 1383α εκείνοι πού βρίσκονται σέ μεγάλη ευτυχία η νομίζουν δτι βρίσκονται σέ μεγάλη ευτυχία, γι5 αυτό είναι καί αύθάδεις καί άλαζονικοίκαί θρασείς (καίτέτοιους κάνει τούς ανθρώπους ό πλούτος, ή σωματική δύναμις, οί πολλοί φίλοι, ή κοινωνική επιρροή). Επίσης δέν φοβούνται αυτοί πού νομίζουν δτι έχουν πάθει ήδη τά πάνδεινα καί βλέπουν μέ ψυχρή αδιαφορία τό μέλλον, σάν αυτούς πού είναι καταδικασμένοι στο θάνατο μέ άποτυμπανισμό. ’Αλλά πρέπει νά ύπάρχη κάποια ελπίδα σωτηρίας από τήν αγωνία τού φόβου. Άπόδειξις είναι τό γεγονός δτι ό φόβος κάνει τούς ανθρώπους νά σκέπτωνται, γιατί βέβαια κανείς δέν σκέπτεται τά ανέλπιστα.

"Ωστε πρέπει ό ρήτωρ νά έμβάλλη στούς ακροατές του τον φόβο δτι θά πάθουν κάτι, δταν νομίζη δτι είναι καλύτερο νά φοβούνται, γιατί σάν άνθρωποι μπορούν νά τό πάθουν, δταν μάλιστα άλλοι ισχυρότεροι έπαθαν κακό. Καί νά τούς δείχνη δτι καί οί δμοιοί τους υποφέρουν ή έχουν πάθει κακό καί από ανθρώπους πού δέν τον περίμεναν καί μάλιστα τότε πού δέν τό πίστευαν.

Άφοϋ λοιπόν αποσαφηνίσαμε τί είναι φόβος καί ποιά πράγματα είναι φοβερά και σέ ποιά "ψυχική κατάστασι βρίσκονται οι άνθρωποι πού φοβούνται, από δλα αυτά γίνεται φανερό καί τί είναι τό θάρρος καί σέ ποιά πράγματα οί άνθρωποι είναι θαρραλέοι καί σέ ποιά κατάστασι βρίσκονται καί είναι θαρραλέοι. Γιατί τό θάρρος είναι αντίθετο στο φόβο καίτό θαρραλέο είναι αντίθετο στο φοβερό, έτσι πού ή έλπίδα γιά κάτιτό σωτήριο συνοδεύεται από μιά έντύπωση δτι βρίσκεται πολύ κοντά, κι δτι τά φοβερά ή δέν ύπάρχουν ή βρίσκονται μακριά. Θάρρος εμπνέουν καί τά φοβερά όταν βρίσκωνται μακριά, καίτά θαρραλέα όταν βρίσκονται κοντά. Κι αν ή θεραπεία (ενός κάπου) είναι δυνατή, κι όταν προσφέρωνται μεγάλες καί πολλές βοήθειες ή όταν συντρέχουν καί τά δυο μαζί. Καί όταν δέν έχουμε άδικηθή ή δέν έχουμε αδικήσει, κι όταν δέν ύπάρχουν καθόλου άντίπαλοί μας ή δέν έχουν δύναμι ή έχουν δύναμι κι είναι φίλοι μας ή μάς έχουν ευεργετήσει ή έχουν εύεργετηθή από μάς. Ή άν είναι πολλοί αύτοί πού έχουν τάϊδια μέ μάς συμφέροντα ή άν είναι ισχυροί ή καίτά δυο μαζί.

Οί άνθρωποι είναι θαρραλέοι όταν βρίσκωνται στην ακόλουθη κατάστασι. ’Άν πιστεύουμε ότι έχουμε κατορθώσει πολλά καί δέν έχουμε πάθει τίποτε ή άν πολλές φορές έχουμε περιέλθει σέ πολύ δύσκολη κατάστασι καί διαφύγαμε τον κίνδυνο. Γιατί οί άνθρωποι μέ δυο τρόπους δέν προσβάλλονται άπό τό φόβο ή γιατί δέν τον δοκίμασαν ή γιατί έχουν πάντα κάποια βοήθεια. Τό πράγμα μοιάζει μέ τούς κινδύνους τής θάλασσας. Έκεΐ, όσοι δέν έδοκίμασαν φουρτούνα, έχουν εμπιστοσύνη στο μέλλον, τό i6lo κι όσοι έχουν βοήθεια, την άποτελεσματικότητα τής όποίας έχουν δοκιμάσει ήδη. Καί όταν κάτι δέν προξενή φόβο στούς όμοιους μας ούτε στούς κατωτέρους μας ούτε σέ κείνους πού νομίζουμε πώς είμαστε καλύτεροί τους. Καί νομίζουμε ότι είμαστε ανώτεροι άπό εκείνους τούς οποίους έχουμε νικήσει ή άπό τούς ίδιους ή άπό τούς άνωτέρους τους ή άπό τούς όμοιους μέ αυτούς.

Καί αν νομίζουν ότι έχουν περισσότερα καί σπουδαιότερα πλεονεκτήματα, καί μέ την υπεροχή τους αυτή προκαλούν τό φόβο. Αυτά είναιτό πλήθος των χρημάτων, ή σωματική ρώμη, οί φίλοι, οί γαϊες, οί πολεμικοί εξοπλισμοί ή οί πλήρεις ή οί μεγαλύτεροι. Καί αν δεν εχουμε αδικήσει ή κανέναν ή δχι πολλούς ή όχι τέτοιους πού μάς εμπνέουν φόβο. Καί γενικά, άν τά πάμε καλά μέ τούς θεούς καί ώς πρός τά άλλα καί ώς πρός τούς οιωνούς καί τούς χρησμούς. Γιατί ή οργή εμπνέει θάρρος καί εκείνο πού προκαλεϊ τήν οργή δεν είναι τό νά αδικούμε αλλά τό νά αδικούμαστε, καί γενικά πιστεύεται ότι ό θεός βοηθάει τούς άδικουμένους. Τέλος νοιώθουμε θάρρος, όταν επιχειρούμε κάτι καί φανταζόμαστε ότι δεν θά πάθουμε τίποτε ή ότι δέν θά πάθουμε καί θά τά καταφέρουμε ώς τό τέλος. ’Αρκετά λοιπόν γι’ αυτά πού εμπνέουν τό φόβο καί τό θάρρος.

%25CE%25A6%25CE%25BF%25CE%25B2%25CE%25BF%25CF%2582
Φόβος κατά τον Αριστοτέλη


Ή οργή

Άς ορίσουμε λοιπόν την οργή ώς μιά επιθυμία, συνοδευόμενη από λύπη, να τιμωρηθή φανερά εκείνος πού περιφρόνησε αυτόν ή κάποιον από τούς δικούς του, γιατί ή περιφρόνησις είναι ανάρμοστη. "Αν λοιπόν αυτό είναι ή οργή, τότε είναι αναγκαίο οποίος οργίζεται, να οργίζεται έναντίον ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, επί παραδείγματι, έναντίον τού Κλέωνος καί δχι έναντίον τού ανθρώπου γενικά, καί έπειδή αυτό τό πρόσωπο έκαμε ή έπρόκειτο να κάμη κάτι έναντίον τού ϊδιου ή έναντίον κάποιου από τούς δικούς του, καί σε κάθε οργή είναι αναγκαίο να άκολουθή κάποια εύχαρίστησις, προερχόμενη από τήν ελπίδα τής τιμωρίας. Γιατί είναι ευχάριστο νά πιστεύη κανείς ότι θά πετύχη αυτά πού έπιθυμεΐ. Καί κανείς δεν έπιθυμεϊ γιά τον εαυτό του πράγματα πού τού φαίνονται άδύνατα, κι ό όργιζόμενος έπιθυμεΐ γιά τον έαυτό του πράγματα δυνατά. Γι αυτό πολύ καλά έχουν πή γιά τήν οργή:

καί πώ γλυκιά άπό τό μέλι μέσα μας τό σταλαχτό άνεβαίνει σάν τόν καπνό γοργά φουντώνοντας στα στήθη των άνθρώπων.

Γιατί έπακολουθεϊ κάποια ήδονή καί γι’ αυτό, αλλά καί γιατί δσοι διατελοϋν υπό τό κράτος τής οργής κυριαρχούνται άπό τήν ιδέα τής έκδικήσεως. Καί ή φαντασία πού έξάπτεται τότε, παράγει μιά εύχαρίστησι, σάν αυτήν πού αισθανόμαστε στά όνειρα.

Ή περιφρόνησις είναι μιά ένέργεια πού πηγάζει άπό τήν ιδέα δτι κάτι μάς φαίνεται δτι δεν έχει καμμιά άξια. Γιατί καί τά κακά καίτά καλά νομίζουμε πώς είναι άξια κάποιας προσοχής, καθώς καί όσα συντείνουν πρός αυτά. Όσα όμως δέν είναι τίποτε ή είναι ασήμαντα, τά θεωρούμε ανάξια οποιοσδήποτε προσοχής.

Τρία είναι τά εί'δη τής περιφρονήσεως, ή καταψρόνησις, ό κατατρεγμός καί ή αλαζονεία. Γιατί κι αυτός που σέ καταφρονεί, σέ περιφρονεΐ. Γιατί οί άνθρωποι δσα τά θεωρούν ασήμαντα, τά καταφρονούν, ενώ δσα δέν έχουν καμμιά αξία τά περιφρονούν. Κι αυτός πού σέ κατατρέχει γιά νά σοϋ κάμη κακό, φαίνεται ότι σέ περιφρονεΐ. Γιατί ό κατατρεγμός είναι νά θέτης εμπόδια στις έπιδιώξεις κάποιου, όχι γιά νά ώφεληθής εσύ, άλλά γιά νά μή ώφεληθή εκείνος. ’Αφού λοιπόν δέν τό κάνει αυτό γιά νά ωφεληθή, σημαίνει ότι τό κάνει από περιφρόνησι. Καί είναι φανερό, ότι δέν σκέπτεται καν ότι ό άλλος θά τον βλάψη, γιατί άλλοιώς θά φοβόταν καί δέν θά έδειχνε περιφρόνησι, οΰτε πάλι ότι θά τού πρόσφερε κάποια αξιόλογη ώφέλεια, γιατί σ’ αυτή τήν περίπτωσι θά φρόντιζε νά είναι φίλος.

Άλλά κι όποιος προσβάλλει κάποιον, τον περιφρονεΐ. Γιατί ή προσβολή συνίσταται στό νά βλάπτης κάποιον καί νά τον λυπής μέ πράγματα γιά τά όποια ντρέπεται αυτός πού τά ύφίσταται, καί τοϋτο όχι γιά νά πετύχης κάποια ωφέλεια γιά τον εαυτό σου, άλλά γιά νά εΰχαριστηθής. Γιατί όσοι ανταποδίδουν τά ισα, δέν προσβάλλουν, άλλά τιμωροϋν. Ή αιτία που ευχαριστιούνται όσοι προσβάλλουν, είναι γιατί νομίζουν ότι ταπεινώνοντας τούς άλλους, υπερέχουν περισσότερο οί ϊδιοι. Γι’ αυτό «λαζονικοΐ είναι οί νέοι καί οί πλούσιοι. Γιατί φαντάζονται πώς αποκτούν υπεροχή μέ τήν αλαζονεία. Ή άτιμία είναι χαρακτηριστικό τής προσβολής. Κι αυτός πού δέν θεωρεί τον άλλον αξιότιμο, τον περιφρονεΐ. Γιατί ό,τι δέν έχει καμμιά αξία, δέν τό λογαριάζει κανείς οΰτε γιά καλό οΰτε γιά κακό. Γι’ αυτό ό Άχιλλέας επάνω στην οργή του λέει:

Δε με τίμησε, μόνο μοϋ άρπαξε τό άρχοντομοίρι αύτός ... λες πώς ήμονν κάποιος τιποτένιος μετανάστης

σα νά ήταν αυτά για τά όποια ώργίστηκε. Γιατί οί άνθρωποι πιστεύουν πώς έχουν τό δικαίωμα νά τούς υπολήπτονται οί άλλοι χον είναι κατώτεροι στο γένος, στη δύναμι, στην αξία καί γενικά .ε ο.τι κανείς υπερέχει κατά πολΰ των άλλων, έπί παραδείγματι ό χλούσιος από τό φτωχό στά χρήματα, ό εύγλωττος από εκείνον ιαυ δέν ξέρει νά ρητορεΰη, ό άρχοντας από τον άρχόμενο, κι αυτός πού φαντάζεται πώς είναι άξιος νά άρχη από εκείνον πού xrv άξίζει νά άρχεται. Γι’ αυτό καί έχει λεχθή τό:

Μεγαλ' είν ή οργή των άρχοντόγεννων βασιλιάδων πάντα. ... Ομως καιρό κρατάει τό χόλιασμα, εκδίκηση ως νά πάρη.

Γιατί οί άρχοντες αγανακτούν εξ αιτίας τής υπεροχής τους. Έττισης έχει τήν άξίωσι νά τιμάται κανείς από εκείνους, από τούς οποίους νομίζει δτι έπρεπε νά ύπηρετήται. Καί τέτοιοι είναι Έΐ-οί τούς όποιους ευεργέτησε ή ευεργετεί ή αύτός ό ϊδιος ή κά*Λ^ς άλλος χάρι σέ αυτόν όμως ή κάποιος από τούς δικούς του, ή ή θέλησε νά εύεργετήση.

Από δλα λοιπόν αυτά είναι φανερό σέ ποιά ψυχική κατάστασι βρίσκονται καί οργίζονται οί άνθρωποι, καί εναντίον ποιων οργίζονται καί γιά ποιούς λόγους. "Οργίζονται λοιπόν οί άνθρωποι, όταν είναι λυπημένοι, γιατί οποίος λυπεΐται έχει μιά έφεσι γιά κάτι. Και άν κανείς άντιταχθή κατ’ ευθείαν σέ όποιαδήποτε έπιθυμία μας, όπως π.χ. σέ έναν πού διψάει καί τον εμποδίσει νά πιή, ή ακόμα κι δταν δέν αντιτάσσεται, αλλά άπλώς δίνει αυτήν την εντύπωση. Καί άν άντενεργή κανείς καί άν δέν συμπράττη καί αν μέ όποιοδήποτε άλλον τρόπο ένοχλή κάποιον πού βρίσκεται σέ αυτήν τήν κατάσταση, οργίζεται εναντίον δλων. Γι’ αυτό δσοι είναι άρρωστοι ή είναι φτωχοί ή πολεμούν ή άγαποΰν ή διψούν, δσοι γενικά επιθυμούν κάτι καί δέν τό αποκτούν, είναι οργίλοι καί ευέξαπτοι, καί κυρίως εναντίον έκείνων ποΰ αδιαφορούν για τήν παρούσα τους κατάστασι. Έπί παραδείγματι, ό άρρωστος οργίζεται εναντίον έκείνων πού αδιαφορούν για τήν αρρώστια του, ό φτωχός γιατί αδιαφορούν γιά τή φτώχια του, αυτός ποΰ πολεμάει, γιά τόν πόλεμο, κι αυτός πού είναι έρωτευμένος, γιά τον έρωτα. Τό ϊδιο θά μπορούσαμε νά πούμε γιά δλες τις περιπτώσεις. Γιατί σέ κάθε περίπτωσι, τό παρόν πάθος ανοίγει τό δρόμο στήν οργή. Επίσης οργίζεται άν τύχη νά εύρη τά αντίθετα από δσα περιμένει. Γιατί τό εντελώς άπροσδόκητο προξενεί λύπη, δπως προξενεί εύχαρίστησι τό άπροσδόκητο, δταν άποβή τό πράγμα δπωςτό θέλουμε. Άπό αυτά λοιπόν γίνεται φανερό ποιές περιστάσεις καί ποιοι χρόνοι καί ποιές διαθέσεις καί ποιές ήλικίες κινούν πρός τήν οργή καί ποΰ καί πότε καί δσο περισσότερο διατελούν υπό τό κράτος αυτών των καταστάσεων, είναι τόσο πιο πολύ ευέξαπτοι.

Αυτές λοιπόν είναι οί διαθέσεις αυτών πού ρέπουν πρός τήν οργή, οργίζονται δέ έναντίον έκείνων πού καταγελούν καί χλευάζουν καί σκοτώνουν. Γιατί δλα αυτά άποτελούν προσβολές. Καί έναντίον έκείνων πού προκαλοΰν τέτοιου είδους βλάβες, πού συνιστούν προσβολή. Καί κατ’ ανάγκη τέτοια είναι δσα δέν γίνονται άπό πνεύμα άντεκδικήσεως οΰτε άποφέρουν ώφέλεια σέ αυτούς πού χά κάνουν. Γιατί τότε φαίνονται δτι έγιναν άπό προσβολή.

’Οργίζονται επίσης και εναντίον εκείνων πού κακολογούν καί καταφρονούν εκείνα πού αυτοί τά θεωρούν πολύ σπουδαία, δπως π.χ. εκείνοι πού μιλούν με περιφρόνηση για τη φιλοσοφία καί τήν ομορφιά μπροστά σέ αυτούς πού σεμνύνονται καί γιά τή φιλοσοφία καί γιά τήν ομορφιά. Τό ί'διο καί γιά δλα τά άλλα. Καί αυτό γίνεται σέ μεγαλύτερο βαθμό, δταν ύποπτεύωνται δτι δέν κατέχουν αυτοί ή καθόλου ή δχι σέ μεγάλο βαθμό τις αρετές γιά τις όποιες καμαρώνουν (δτι έχουν) ή δταν φαίνωνται δτι δέν τις έχουν.' Όταν δμως έχουν μεγάλη αυτοπεποίθηση δτι κατέχουν αυτές τις αρετές γιά τις όποιες σκώπτονται, τότε δέν τούς μέλει καθόλου.

Επίσης οί άνθρωποι οργίζονται περισσότερο εναντίον των φίλων τους παρά εναντίον των μή φίλων. Γιατί πιστεύουν δτι έχουν τό δικαίωμα νά αναμένουν κάποια ύπεράσπισι άπό αυτούς παρά νά μήν αναμένουν. Όργίζονται καί εναντίον εκείνων πού συνήθιζαν νά τούς τιμοΰν ή νά δείχνουν ενδιαφέρον γι’ αυτούς, εάν σέ μιά στιγμή διαπιστώσουν δτι δέν τούς συμπεριφέρονται πλέον κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γιατί νομίζουν δτι περιφρονοϋνται άπό αυτούς, γιατί άλλοιώς θά εξακολουθούσαν νά τούς συμπεριφέρωνται δπως πριν. ’Οργίζονται καί εναντίον εκείνων πού δέν ανταποδίδουν τις ευεργεσίες ή δέν τούς ανταποδίδουν τά ίσα. Καί εναντίον εκείνων πού κάνουν τά αντίθετα πρός αυτούς, άν είναι κατώτεροι. Γιατί δλοι αυτοί φαίνονται δτι δείχνουν περιφρόνηση πρός αυτούς, άλλοι γιατί τούς θεωρούν κατώτερους τους κι άλλοι μέ τήν ιδέα δτι ευεργετούνται άπό κατώτερους τους.

’Οργίζονται καί εναντίον εκείνων πού δέν έχουν καμμιά αξία, άν δείξουν κάποια περιφρόνησι. Γιατί ή οργή κυρίως προκύπτει άπό τήν περιφρόνησι πρός εκείνους πού δέν άρμόζει. Καί δέν αρμόζει στους κατώτερους νά περιφρονοϋν (τούς ανώτερους τους).

Καί εναντίον των φίλων τους οργίζονται οί άνθρωποι, αν δεν τούς επαινούν ή δεν τούς ευεργετούν, καί πολύ περισσότερο άν κάνουν τό αντίθετο καί όταν δεν τούςκαταλαβαίνουν όταν βρίσκωνται σε άνάγκη, όπως λέει κι ό Πλήξιππος στην τραγωδία τού Άντιφώντος Μελέαγρος. Γιατί ή αδιαφορία είναι ένδειξις περιφρονήσεως. Διότι εκείνα γιά τά όποια φροντίζουμε, δεν τά λησμονούμε. ’Οργιζόμαστε άκόμα έναντίον εκείνων πού έπιχαίρουν γιά τις ατυχίες. Γιατί αυτό μαρτυρεί άνθρωπο πού μάς εχθρεύεται ή μάς περιφρονεΐ. ’Οργιζόμαστε καί έναντίον εκείνων πού δεν νοιάζονται, άν θά προκαλέσουν λύπη. Γι’ αυτό οργίζονται καί έναντίον εκείνων πού είναι άγγελοι κακών ειδήσεων. Καί έναντίον εκείνων πού ή άκούνε νά τούς κακολογούν ή βλέπουν τη δυστυχία τους μέ άπάθεια. Γιατί αυτοί μοιάζουν με έχθρούς ή μέ άνθρώπους πού δείχνουν περιφρόνησι. Γιατί οί φίλοι συμπάσχουν, κι όλοι ύποφέρουν βλέποντας τις δικές τους δυστυχίες.

’Οργίζονται άκόμη οί άνθρωποι έναντίον εκείνων πού δείχνουν περιφρόνησι πρός πέντε ειδών άνθρώπους,ήτοι, πρός εκείνους άπό τούς οποίους έπιθυμοϋν νά τιμούνται, πρός εκείνους τούς οποίους θαυμάζουν, πρός έκείνους άπό τούς οποίους θέλουν νά θαυμάζωνταιή πρός έκείνους τούς όποιους σέβονται ή άπό τούς όποιους έκτιμώνται. ’Άν κανείς λοιπόν δείχνη περιφρόνησι πρός αυτούς, οργίζονται περισσότερο. ’Οργίζονται καί έναντίον έκείνων πού δείχνουν περιφρόνησι σε πρόσωπα, πού τό θεωρούν ντροπή νά μή τά βοηθήσουν, όπως είναι οί γονείς, τά παιδιά, οί γυναίκες, οί υποτακτικοί τους. Καί έναντίον έκείνων πού δέν άνταποδίδουν τήν ευεργεσία. Γιατί μιά τέτοια περιφρόνησις δέν ταιριάζει. ’Οργιζόμαστε καί έναντίον έκείνων πού ειρωνεύονται άνθρώπους πού σοβαρολογούν. Γιατί ή ειρωνεία είναι σημείο περιφρονήσεως.

Όργιζόμαστε καί εναντίον έχείνων πού εύεργετοΰν τούς άλλους, καί δεν εύεργετοΰν καί αυτούς. Γιατί κι αύτό μαρτυρεί περιφρόνησι, νά μή θεωρούν δηλ. καί εμάς άξιους να τύχουμε δλα αύτά πού αξιώνονται όλοι οι άλλοι.

Προκαλεΐ τήν οργή καί ή λήθη, δπως δταν λησμονούμε ονόματα -μολονότι δεν εχει καί μεγάλη σημασία-, γιατί φαίνεται ότι καί ή λήθη είναι ενδειξις περιφρονήσεως. Γιατί πράγματι, ή λήθη προκύπτει από αμέλεια, καί ή άμέλεια είναι περιφρόνησις. Εναντίον ποιων λοιπόν οργιζόμαστε καί σε ποιά κατάσταση βρισκόμαστε καί γιά ποιούς λόγους, για όλα αύτά μαζί μιλήσαμε. « Είναι φανερό λοιπόν ότι θά χρειασθή ό ρήτωρ μέ τήν ευγλωττία του νά επιδρά κατά τέτοιον τρόπον στούς ακροατές του, ώστε νά τούς κάνη νά όργισθοΰν, καινά έμφανίση τούς αντιπάλους του ως ενόχους γιά πράξεις πού προκαλοΰν οργή, καί ότι είναι από τούς άνθρώπους εναντίον των οποίων δικαίως οργίζεται κανείς.

Πηγή: Αριστοτέλους Ρητορική Τέχνη, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Μετάφρασις/Σημειώσεις: Απ. Παπανδρέου, Επιμέλεια: Ανδριάννα Χαχλά, Αθήναι 2005 Γεωργιάδης

%25CE%259F%25CF%2581%25CE%25B3%25CE%25B7
Οργή κατά τον Αριστοτέλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...